Καθυστέρηση ή δυσκολία στη λειτουργία της αφόδευσης, ικανή να προκαλέσει σημαντική δυσφορία στο παιδί. Βρέφη πού θηλάζουν μπορεί να έχουν από 7 κενώσεις την ημέρα μέχρι 1 την εβδομάδα.. Παιδιά ηλικίας 1-2 έχουν κατά μέσο όρο 1-2 κενώσεις την ημέρα ενώ περίπου στα 4 χρόνια ζωής τα παιδιά αποκτούν συνήθειες παρόμοιες με του ενήλικα έχουν δηλαδή 3 κενώσεις την ημέρα ως 3 την εβδομάδα.
Η δυσκοιλιότητα αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί αιτία για το 3% των επισκέψεων στον παιδίατρο και για το 25% των παραπομπών στο ειδικό γαστρεντερολογικό ιατρείο.
Στην πλειονότητα των παιδιών η δυσκοιλιότητα είναι λειτουργική, δεν ανευρίσκεται δηλαδή υποκείμενη οργανική βλάβη. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί, ψυχολογικοί και διαιτητικοί παράγοντες ευθύνονται για την εμφάνιση δυσκοιλιότητας έχουν περιγραφεί στα παιδιά ανά ηλικία. Συγκεκριμένα μερικά νεογνά και μικρά βρέφη παρουσιάζουν δυσκολία στην αφόδευση, η οποία οφείλεται σε ανωριμότητα να συντονίσουν την αύξηση της ενδοκοιλιακής πιέσης με τη χάλαση του μυϊκού συστήματος της πυέλου και υποχωρεί με την πάροδο του χρόνου. Αργότερα στη δεύτερη βρεφική ηλικία και στην πρώτη νηπιακή ηλικία, επώδυνη αφόδευση από σκληρά κόπρανα μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αναστολή, κατακράτηση κοπράνων και εγκατάσταση δυσκοιλιότητας. Αυτό κυρίως συμβαίνει στα μεταβατικά στάδια της διατροφής δηλαδή από το μητρικό γάλα στο γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας η αμέσως μετά την έναρξη των στερεών τροφών . Τέλος στα μεγαλύτερα παιδιά η ηθελημένη κατακράτηση κοπράνων αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό δυσκοιλιότητας. Επώδυνη αφόδευση ή ο φόβος της τουαλέτας πυροδοτούν την έναρξη δυσκοιλιότητας , η οποία χρονικά παρουσιάζει δύο αιχμές, την περίοδο εκμάθησης της τουαλέτας και την έναρξη της σχολικής ηλικίας. Η κατακράτηση κοπράνων οδηγεί σε ανησυχία, κοιλιακό άλγος ή διάταση, ευερεθιστότητα και ανορεξία καθώς και σε διάρροια από υπερπλήρωση και εγκόπριση.
Μόνο σε ένα μικρό ποσοστό παιδιών με δυσκοιλιότητα βρίσκεται οργανικό πρόβλημα. Η διερεύνηση ενός παιδιού που παρουσιάζει χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να βασιστεί, και στις περισσότερες περιπτώσεις να περιοριστεί στο λεπτομερές ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Εργαστηριακός έλεγχος ενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που από το ιστορικό και την κλινική εξέταση τίθεται υποψία οργανικής νόσου η δεν υπάρχει καθόλου ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή. Αιματολογικές εξετάσεις, εξετάσεις μελέτης κινητικότητας του εντέρου όπως η μανομετρία ορθού, ακτινολογικές εξετάσεις όπως η απλή ακτινογραφία κοιλίας ή ο βαριούχος υποκλυσμός γίνονται όταν κριθεί απαραίτητο και ύστερα από ιατρική οδηγία.
Η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, τη βαρύτητα και τη χρονιότητα των συμπτωμάτων αλλά σε γενικές γραμμές ακολουθούνται τα εξής στάδια :
Καφρίτσα Παναγιώτα
Παιδογαστρεντερολόγος